-
1 собственный
επ.1. ιδιόκτητος•собственный дом δικό μου (ιδιόκτητο) σπίτι•
собственный автомобиль ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο (γιώτα–χι).
2. δικός μου, ίδιος•справиться -ыми силами τα βγάζω πέρα (αντεπεξέρχομαι) με τις δικές μου δυνάμεις•
видеть -ыми глазами βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια•
по -ому желанию οικειοθελώς, ιδιόθελα, αυτόθελα, θεληματικά, αυτοπροαίρετα•
собственный вес το βάρος μου.
3. κυριολεκτικός•в -ом смысле στην κυριολεκτική σημασία (ή έννοια), κυριολεκτικά,
εκφρ.- ое имя – (γραμμ.) το κύριο όνομα•-ой персоной ή особой – βλ. собственнолично• в -ые руки βλ. собственноручно• жить на собственный счёт ζω με τα δικά μου χρήματα (ανεξάρτητα).